ὁμοίωμα

ὁμοίωμα
ὁμοίωμα, ατος, τό (ὁμοιόω; Pla., Parm. 132d; 133d, Phdr. 250b; Ps.-Aristot., Int. 1, 16a, 7f; SIG 669, 52; PFay 106, 20; LXX; En 31:2; Just., D. 94, 3).
state of having common experiences, likeness (ἐν ὁμ. τυγχάνειν ‘liken’ Theoph. Ant. 2, 16 [p. 140, 12]) οὗ (Χριστοῦ) καὶ κατὰ τὸ ὁμοίωμα ἡμᾶς … οὕτως ἐγερεῖ ὁ πατὴρ αὐτοῦ in accordance with whose likeness (=just as God raised him) his Father will also raise us in this way ITr 9:2. This is prob. the place for Ro 6:5 εἰ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τ. θανάτου αὐτοῦ if we have been united (i.e. αὐτῷ with him; cp. vs. 4 συνετάφημεν αὐτῷ) in the likeness of his death (=in the same death that he died); but s. PGächter, ZKT 54, 1930, 88–92; OKuss, D. Römerbr. I, ’63, 301. On the syntax, B-D-F §194, 2; Rob. 528. ἁμαρτάνειν ἐπὶ τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ sin in the likeness of Adam’s transgression (=just as Adam did, who transgressed one of God’s express commands) 5:14.—Abstr. for concr. τὰ ὁμοιώματα = τὰ ὅμοια: ὸ̔ς ἃν τὰ ὁμοιώματα ποιῇ τοῖς ἔθνεσιν whoever does things similar to (the deeds of) the gentiles = acts as the gentiles do Hm 4, 1, 9. περὶ τοιούτων τινῶν ὁμοιωμάτων πονηρῶν (thoughts) about any other wicked things similar to these 4, 1, 1.—ἐν τίνι ὁμοιώματι παραβάλωμεν αὐτήν; with what corresponding thing can we compare it? Mk 4:30 v.l.
state of being similar in appearance, image, form
image, copy (Dt 4:16ff; 1 Km 6:5; 4 Km 16:10; 1 Macc 3:48; Just., D. 94, 3) ὁμοίωμα εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου (s. εἰκών 3; pleonasm as Maximus Tyr. 27, 3c εἰς μορφῆς εἶδος) Ro 1:23 (cp. Ps 105:20).
form, appearance (schol. on Apollon. Rhod. 4, 825–31a ὁμ. κ. πρόσωπον γυναικός=figure and face of a woman; Dt 4:12; Josh 22:28; Ezk 1:16; Jos., Ant. 8, 195; Hippol., Ref. 5, 19, 20; 7, 28, 3) τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀκρίδων ὅμοια (v.l. ὅμοιοι) ἵπποις the locusts resembled horses in appearance Rv 9:7.
There is no general agreement on the mng. in two related passages in which Paul uses our word in speaking of Christ’s earthly life. The expressions ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων (P46, Marcion, Orig.: ἀνθρώπου) Phil 2:7 and ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας Ro 8:3 could mean that the Lord in his earthly ministry possessed a completely human form and that his physical body was capable of sinning as human bodies are, or that he had the form of a human being and was looked upon as such (cp. En 31:2 ἐν ὁμ. w. gen.=‘similar to’, ‘looking like’; Aesop, Fab. 140 H. of Hermes ὁμοιωθεὶς ἀνθρώπῳ), but without losing his identity as a divine being even in this world. In the light of what Paul says about Jesus in general it is prob. that he uses our word to bring out both that Jesus in his earthly career was similar to sinful humans and yet not totally like them (s. JWeiss, Das Urchristentum1917, 376ff; cp. FGillman, CBQ 49, ’87, 597–604).—S. the lit. on ἁρπαγμός.—DELG s.v. ὅμοιο. M-M. EDNT. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοίωμα — likeness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοίωμα — το (ΑΜ ὁμοίωμα) [ομοιώ] κατασκεύασμα όμοιο με ένα πρότυπο, απεικόνισμα, εικόνα («τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «ομοίωμα ανθρώπου» (σκωπτικώς) άνθρωπος που στερείται τών φυσικών ή ηθικών ιδιοτήτων οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • ομοίωμα — το, ατος 1. κατασκεύασμα που μοιάζει ολότελα με το πρότυπο (άγαλμα, εικόνα κτλ.). 2. φρ., «oμοίωμα ανθρώπου», αυτός που έχει τη μορφή ανθρώπου, αλλά που του λείπουν πολλά ανθρώπινα χαρίσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και …   Dictionary of Greek

  • φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • ιθύφαλλος — Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοίωμ' — ὁμοίωμα , ὁμοίωμα likeness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλάδιον — Ομοίωμα οπλισμένης θεότητας, κυρίως της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, προστάτευε την πόλη στην οποία ανήκε. Περίφημο ήταν το π. της Τροίας, που άρπαξαν από την πόλη ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Το π. είχε τη μορφή ξοάνου και… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοιωμάτων — ὁμοίωμα likeness neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιώμασι — ὁμοίωμα likeness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιώμασιν — ὁμοίωμα likeness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”